- γή
- Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού συστήματος κατά σειρά απόστασης από τον Ήλιο και ο έκτος κατά το μέγεθος. Έχει μόνο έναν δορυφόρο, τη Σελήνη. Αν θα ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί από έναν αστέρα, όχι πολύ μακρινό, η Γ. θα φαινόταν σκεπασμένη από νέφη, εκτός από τις ερημικές ζώνες· ανάμεσα στα χάσματα των νεφών, η επιφάνειά της θα φαινόταν στιλπνή στα σημεία που αντιστοιχούν στους ωκεανούς και όπου καλύπτεται από χιόνια, κιτρινωπή ή κόκκινη στις ερήμους χωρίς βλάστηση, γαλαζωπή στις περιοχές των μεγάλων δασών και πρασινωπή στις καλλιεργημένες περιοχές.
Σχήμα της Γ. Η Γ. έχει σχήμα σφαίρας ελαφρά πεπλατυσμένης στους πόλους και περιβάλλεται από στρώμα αερίων, την ατμόσφαιρα, πάχους περίπου 200 χλμ. Την άποψη περί σφαιρικότητας της Γ. διατύπωσε για πρώτη φορά ο Πυθαγόρας και η σχολή του, κατά τον 6o αι. π.Χ. · μέχρι τότε επικρατούσε η αντίληψη ότι ήταν επίπεδη. Ο Αριστοτέλης και οι ιερείς της Αιγύπτου θα είχαν διαισθανθεί ασφαλώς τη σφαιρικότητά της, η οποία υποστηρίχτηκε αργότερα, χωρίς να αμφισβητηθεί κατά την αλεξανδρινή περίοδο. Μόνο κατά τον 12o αι. επικράτησε οριστικά η αντίληψη ότι το σχήμα της Γ. είναι ένα σφαιροειδές εκ περιστροφής· το σχήμα αυτό από τις αρχές του περασμένου αιώνα θεωρείται ειδικό γεωμετρικό σχήμα, με την ονομασία γεωειδές, που έχει επιφάνεια κυρτή προς όλες τις κατευθύνσεις και παρουσιάζει μικρή ή μεγαλύτερη απόκλιση από το γεωμετρικό πρότυπό του.
Στη διαδρομή των αιώνων προέκυψαν πολλές αποδείξεις για το σφαιρικό σχήμα της Γ. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) πρότεινε δύο αποδείξεις: α) ότι κατά τις εκλείψεις, η σκιά που προβάλλεται πάνω στη Σελήνη είναι πάντοτε κυκλική και β) ότι το ύψος ενός απλανούς αστέρα από τον ορίζοντα μεταβάλλεται όταν ο παρατηρητής μετακινείται κατά μήκος του μεσημβρινού. Ο Αρχιμήδης (287-212 π.Χ.), για την απόδειξη της σφαιρικότητας της Γ., βασίστηκε στη διεύθυνση της βαρύτητας (δηλαδή του σώματος που πέφτει), η οποία ακολουθεί πάντοτε την κατεύθυνση των ακτίνων μιας σφαίρας· ο Κλεομήδης (1ος αι. μ.Χ.) στο πάντοτε κυκλικό σχήμα του ορίζοντα· ο Πτολεμαίος (2ος αι. μ.Χ.) στο ότι ο κύκλος του ορίζοντα ευρύνεται, όταν ο παρατηρητής μετακινείται κατά ύψος· ο Μαγγελάνος (1480-1521) έδωσε αργότερα μία βέβαιη απόδειξη με τον περίφημο περίπλου της Γ. Τέλος, οι σύγχρονοι επιστημονικοί δορυφόροι, με τις φωτογραφίες που πήραν, προσέφεραν στην επιστήμη τις τελευταίες και αναμφισβήτητες αποδείξεις για τη σφαιρικότητα της Γ.
Για την πλάτυνση της Γ. στους πόλους υπάρχουν κυρίως δύο αποδείξεις: η πρώτη, που ανήκει στον Νεύτωνα (1642-1727), είναι η αύξηση της έντασης της βαρύτητας όσο πλησιάζουμε προς τους πόλους (επειδή τα σημεία αυτά βρίσκονται πιο κοντά προς το κέντρο της Γ.) και το ότι η αύξηση αυτή είναι μεγαλύτερη ανάλογα προς την αναπτυσσόμενη φυγόκεντρο δύναμη· η δεύτερη απόδειξη οφείλεται στις απευθείας μετρήσεις των μεσημβρινών τόξων. Οι ειδικές μετρήσεις που έγιναν με τον δορυφόρο Vanguard Ι (1958) εμφανίζουν τη Γ. με σχήμα ελαφρώς απιοειδές.
Οι κινήσεις της Γ. Η Γ. εκτελεί στο Διάστημα πολλές και διαφορετικές κινήσεις. Με την προέλευσή της, κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο, από τον τεμαχισμό ενός πρωταρχικού νεφελώματος (ηλιακό σύστημα) απέκτησε αρχικά μία ευθύγραμμη κίνηση με ταχύτητα 30 χλμ. ανά δευτ., η οποία υπέστη σιγά-σιγά πολλές μεταβολές υπό την επίδραση των έλξεων που ασκούσαν τα διάφορα ουράνια σώματα και κυρίως ο Ήλιος. Σήμερα κινείται ακόμα με την ίδια ταχύτητα, επειδή στον κενό χώρο όπου βρίσκεται δεν συναντά ούτε αντίσταση ούτε τριβή, αλλά εκτελεί μια τροχιά γύρω από τον Ήλιο, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί μία περιστροφική κίνηση γύρω από τον άξονά της, ο οποίος διέρχεται από τους δύο πόλους της. Αν αναλύσουμε αυτή τη σύνθετη κίνησή της, παραλείποντας όσες διαταραχές προέρχονται από τη γειτνίασή της με τους άλλους πλανήτες, οι οποίοι ασκούν σε αυτή διάφορες ελκτικές δυνάμεις, θα διαπιστώσουμε ότι οι σπουδαιότερες κινήσεις της Γ. είναι η περιστροφική γύρω από τον άξονά της, η περιφορά γύρω από τον Ήλιο, η μετάπτωση, η κλόνιση και η μεταβατική.
Η Γ. εκτελεί την περιστροφική κίνηση γύρω από τον άξονά της από τα δυτικά προς τα ανατολικά, δηλαδή με φορά αντίθετη από τη φαινομενική κίνηση του Ήλιου και των άλλων απλανών αστέρων. Την περιστροφική κίνηση της Γ. είχε διαπιστώσει ο Φιλόλαος τον 5o αι. π.Χ., αλλά ευρέως παραδεκτή έγινε μόνο μετά την επικράτηση της θεωρίας του Κοπέρνικου. Τα σημαντικότερα φαινόμενα που μας δίνουν την άμεση απόδειξη της περιστροφικής κίνησης της Γ. είναι: α) η διαδοχή της ημέρας και της νύχτας σε όλα τα σημεία του πλανήτη· β) η μεταβολή του βάρους των σωμάτων, λόγω της μεταβολής της φυγόκεντρης δύναμης από τον ισημερινό προς τους πόλους (η ταχύτητα στον ισημερινό ανέρχεται σε 464 μ./δευτ., στις 30° σε 403 μ./δευτ., στις 60° σε 233 μ./δευτ. και στις 90° μηδέν)· γι’ αυτό άλλωστε τα σώματα είναι βαρύτερα στους πόλους, επειδή δεν υπάρχει φυγόκεντρος δύναμη· γ) η απόκλιση στα ανατολικά των σωμάτων όταν πέφτουν (στον ισημερινό, όταν ένα σώμα πέφτει από ύψος 100 μ. αποκλίνει ανατολικά κατά 33 χιλιοστά)· δ) η απόκλιση των αληγών ανέμων (νόμος Φερέλ)· ε) το αμετάβλητο του επιπέδου αιώρησης του εκκρεμούς (πείραμα Φουκό)· στ) το αμετάβλητο του επιπέδου περιστροφής του γυροσκοπίου. Αν τα δύο αυτά πειράματα εκτελεστούν στους πόλους, το επίπεδο, αν και θεωρητικά αμετάβλητο, θα πραγματοποιήσει μια περιστροφή από Α προς Δ σε διάστημα 24 ωρών.
Η Γ. περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο από Δ προς Α σε ελλειπτική τροχιά, η οποία καλείται εκλειπτική, επειδή στο επίπεδό της γίνονται οι εκλείψεις.
Ο παρατηρητής που βρίσκεται πάνω στη Γ. νομίζει ότι ο Ήλιος διανύει την εκλειπτική. Η ελλειπτική αυτή τροχιά έχει μήκος 949.000.000 χλμ., με ελάχιστη εκκεντρότητα (0,01674 = 1/60), η οποία πρακτικά την καθιστά σχεδόν κυκλική· ο Ήλιος κατέχει τη μία από τις δύο εστίες. Στη θέση του περιηλίου η Γ. απέχει από τον Ήλιο γύρω στα 147.000.000 χλμ. και στη θέση του αφηλίου γύρω στα 152.000.000 χλμ. Οι πρώτες επιστημονικές αποδείξεις για την περιφορά της Γ. γύρω από τον Ήλιο προέρχονται από τις ανακαλύψεις του Γαλιλαίου, του Κέπλερ και του Νεύτωνα· αργότερα προστέθηκε και το φαινόμενο της αποπλάνησης του φωτός των αστέρων, η παραλλακτική μετάθεση των αστέρων και άλλα φαινόμενα. Η περίοδος μιας πλήρους περιφοράς, αναφορικά με τους απλανείς αστέρες, αποτελεί ένα αστρικό έτος (= 365 μέρες, 6 ώρες, 9 λεπτά και 10 δευτερόλεπτα) και αναφορικά με τον Ήλιο αποτελεί ένα τροπικό έτος (365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα). Η Γ. διαγράφει την τροχιά της σε μέση απόσταση από τον Ήλιο 149.500.000 χλμ. (= 1 αστρονομική μονάδα), με μέση ταχύτητα 29,76 χλμ. /δευτ. (1 = 107.000 χλμ. /ώρα). Επειδή η κλίση του άξονα της Γ. είναι σταθερή (23° 26’ 49’’) ως προς το κανονικό επίπεδο της εκλειπτικής, η Γ. παρουσιάζει διάφορες θέσεις έναντι του ηλιακού φωτισμού, οι οποίες προκαλούν την εναλλαγή των εποχών και την αμοιβαία διαφορετική διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.
Μόνο κατά πρώτη προσέγγιση ο άξονας της Γ. διατηρείται παράλληλος προς τον εαυτό του κατά τη διάρκεια της περιφοράς της· στην πραγματικότητα όμως, εξαιτίας της συνδυασμένης επίδρασης της Σελήνης και του Ήλιου στην ισημερινή εξόγκωση, το άκρο του γήινου άξονα διαγράφει στον ουρανό έναν κύκλο γύρω από τον πόλο της εκλειπτικής. Η κίνηση αυτή, που καλείται μετάπτωση, εκτελείται σε περίοδο περίπου 26.000 ετών και είναι ανάλογη προς την κίνηση του άξονα της περιστρεφόμενης σβούρας, όταν η αιχμή της είναι στραμμένη προς το κέντρο της Γ. Η κίνηση αυτή προσδιορίζει την προοδευτική ανάδρομη μετάθεση των ισημερινών σημείων ως προς τους αστέρες και γι’ αυτό λέγεται και μετάπτωση των ισημεριών. Σπουδαία συνέπεια αυτού του φαινομένου είναι η μεταβολή του χρόνου κατά τον οποίο ένας αστέρας διατηρείται ως πολικός.
Στην πραγματικότητα, η κίνηση της μετάπτωσης δεν συμβαίνει κατά μήκος ενός κύκλου με κέντρο τον πόλο της εκλειπτικής, αλλά κατά μήκος μιας κυματοειδούς γραμμής, της οποίας ο κύκλος παριστάνει τη μέση θέση της. Η κίνηση αυτή του γήινου άξονα, που λέγεται κλόνιση, οφείλεται στην έλξη της Σελήνης πάνω στην ισημερινή εξόγκωση, αλλά επηρεάζεται από τη μετάθεση της τροχιάς του δορυφόρου, το επίπεδο του οποίου περιστρέφεται προοδευτικά ως προς τη Γη.
Η μεταβατική κίνηση εκτελείται από τη Γ. μεταξύ των αστέρων, μαζί με ολόκληρο το ηλιακό σύστημα, προς ένα σημείο του αστερισμού του Ηρακλή.
Εσωτερική σύσταση της Γ. Με απευθείας παρατηρήσεις δεν είναι δυνατό να αποκτήσουμε γνώσεις για την εσωτερική σύσταση της Γ., ούτε μπορούμε να εξακριβώσουμε σε πόσο βάθος φτάνουν τα πετρώματα που αποτελούν τον εξωτερικό φλοιό της. Τα βάθη στα ορυχεία είναι πολύ περιορισμένα και τα μόνα υλικά που μπορούμε να παρατηρήσουμε και να μελετήσουμε στην επιφάνεια είναι τα πλουτώνια και τα μεταμορφωσιγενή πετρώματα, που σε παλαιότερες εποχές βρίσκονταν σε βάθη όχι μεγαλύτερα των 20 χλμ., τα οποία εμφανίζονται στην επιφάνεια εξαιτίας τεκτονικών φαινομένων ή διάβρωσης. Έγινε ωστόσο δυνατό, με βάση τον νόμο της παγκόσμιας έλξης, να βρεθεί ότι η τιμή της πυκνότητας του εσωτερικού της Γ. είναι 5,52. Επειδή η μέση πυκνότητα των πετρωμάτων που συνιστούν τον εξωτερικό φλοιό είναι περίπου 2,75, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στα βαθιά στρώματα ή πυκνότητα πρέπει να είναι πιο μεγάλη (περίπου 8 με τοπικά μέγιστα 9-10) ίσως εξαιτίας της παρουσίας βαρέων μετάλλων, κυρίως του σιδήρου (πυκνότητα 7,9).
Την πρώτη ενδιαφέρουσα υπόθεση για την ερμηνεία των θεμάτων αυτών διατύπωσε το 1885 ο Αυστριακός γεωλόγος Ζις (1831-1914), ο οποίος υποστήριξε ότι στο εσωτερικό της Γ. υπάρχουν τρεις διαφορετικές ομόκεντρες ζώνες. Στο κέντρο της μεγάλης σφαίρας πρέπει να υπάρχει ένας μεγάλος μεταλλικός πυρήνας με πυκνότητα περίπου 8, που τον ονόμασε nife, γιατί θεώρησε ότι συνίσταται κυρίως από νικέλιο (Ni) και σίδηρο (Fe)· τα υλικά αυτά ανταποκρίνονται και στη σύσταση των μεταλλικών μετεωριτών (σιδηρόλιθων και σιδηριτών). Στην ενδιάμεση ζώνη (sima), με ειδικό βάρος περίπου 3,4, πλεονάζουν οι πυριτικές ενώσεις του μαγνησίου (Mg) και στην εξωτερική (sial), οι πυριτικές ενώσεις του αργιλίου (Al), με ειδικό βάρος 2,7.
Την υπόθεση αυτή του Ζις συζήτησαν πάλι το 1925 οι γεωλόγοι Η.Σ. Ουάσινγκτον και Κλαρκ, οι οποίοι προσδιόρισαν κατά διαφορετικό τρόπο τις ζώνες που συνιστούν το εσωτερικό της Γ. και το βάθος από το οποίο αρχίζει η καθεμία. Οι θεωρίες αυτές επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι καθώς προχωρούμε από την επιφάνεια προς το βάθος, συναντάμε μεγαλύτερη περιεκτικότητα των πετρωμάτων σε σίδηρο· συμφωνούν μάλιστα και με τις κοσμογονικές θεωρίες, κατά τις οποίες ο πλανήτης μας προέρχεται από μία πρωταρχική διάχυτη κοσμική μάζα που το εξωτερικό της στερεοποιήθηκε, ενώ λόγω των δυνάμεων της βαρύτητας συγκεντρώθηκαν προς το κέντρο τα βαρύτερα στοιχεία.
Γύρω από την υπόθεση αυτή έγιναν πολλές συζητήσεις και διατυπώθηκαν πολλές απόψεις, από τις οποίες σπουδαιότερη ήταν εκείνη που υποστήριζε ότι η σύνθεση του στρώματος nife ανταποκρίνεται στη σύσταση των μετεωριτών. Και πραγματικά, το μέγιστο ποσοστό των μετεωριτών συνίσταται από πυριτικά ορυκτά (αερόλιθοι). Οι μετεωρίτες όμως, όσοι φτάνουν έως το έδαφος, έχουν υποστεί μείωση της μάζας τους, γιατί τα συστατικά αυτά δεν αντέχουν στη φθορά που υφίστανται από την ισχυρή τριβή τους με την ατμόσφαιρα. Ίσως αυτή να είναι κατά ένα μέρος η πιθανή προέλευση των σιδηρόλιθων και σιδηριτών, που ο αριθμός τους άλλωστε είναι μικρός.
Το 1922, ο γεωλόγος Γκόλντσμιτ εξέφρασε την υπόθεση ότι η μάζα της Γ. παρουσιάζει μία διαφοροποίηση ως προς τη βαρύτητα, επειδή η γήινη σφαίρα συνίσταται από ομόκεντρους μανδύες, που το ειδικό βάρος τους αυξάνεται με το βάθος. Στο κέντρο της σφαίρας βρίσκεται το nife με πυκνότητα 8 και πάχος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που είχε προβλέψει ο Ζις. Ακολουθεί ο μανδύας osol, περισσότερο άκαμπτος, με βάθος 1.700 χλμ., ο οποίος αποτελείται από λιγότερο βαριά υλικά (πυκνότητας 5-6), πιθανότατα από οξυγονούχες (Os-ssidi) θειούχες (sol-furi) ενώσεις μετάλλων. Το nife και το osol αποτελούν τη βαρύσφαιρα και επειδή η θερμοκρασία τήξης αυξάνει με την πίεση, πρέπει να βρίσκονται σε υαλώδη κατάσταση. Επάνω από τη βαρύσφαιρα εκτείνεται η λιθόσφαιρα, πάχους 1.200 χλμ. Αυτή συνίσταται από δύο μανδύες διαφορετικής φύσης: το sima (από πυριτικά άλατα του μαγνησίου, βασαλτικού τύπου, με πυκνότητα 3-4) και το sial, δηλαδή τον γήινο φλοιό. Ο δεύτερος είναι ασυνεχής, συνίσταται από πυριτικές ενώσεις του αργιλίου, με μέση χημική σύσταση ανάλογη με τον γρανίτη, έχει πυκνότητα 2,8 και πάχος περίπου 120 χλμ. Η θεωρία αυτή έμοιαζε να επιβεβαιώνεται από τις απότομες μεταβολές της ελαστικότητας και της ταχύτητας τις οποίες δέχονται τα σεισμικά κύματα, καθώς διέρχονται από το εσωτερικό της Γ. Οι τρεις κύριες ορικές επιφάνειες των μεταβολών αυτών καλούνται η πρώτη ασυνέχεια Μοχορόβιτσιτς, η δεύτερη ασυνέχεια Ρεπέτι και η τρίτη ασυνέχεια Γκούτενμπεργκ και θεωρήθηκαν ως επίπεδα μεταφοράς από τον έναν μανδύα στον άλλο, σύμφωνα και με την άποψη των Μπέρεντ και Μπεργκ (1927).
Ξεκινώντας από την άποψη μιας τέλειας διαφοροποίησης της βαρύτητας, ο P.A. Ντέιλι (Daly) διατύπωσε το 1933 την υπόθεση ότι υπάρχει ένας κρυσταλλικός φλοιός από sial, πάχους μόλις 60 χλμ., ο οποίος αποτελεί τις ηπειρωτικές μάζες και ένας κρυσταλλικός sima, που αποτελεί το υπόστρωμα. Αυτός πλησιάζει τη γήινη επιφάνεια, ώσπου να τη συναντήσει στα αντίστοιχα μεγάλα βάθη των ωκεανών και απομακρύνεται από εκεί προοδευτικά, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται το πάχος του, όσο το υψόμετρο της γήινης επιφάνειας αυξάνει σιγά-σιγά σε σχέση με τη στάθμη της θάλασσας. Κάτω από τον κρυσταλλικό φλοιό, σε βάθος περίπου 1.200 χλμ., υπάρχει ένα στρώμα sima υαλώδες, έδρα των μαγνητικών φαινομένων, το οποίο ακολουθείται μεταξύ των 1.200 και 2.900 χλμ. από υαλώδεις μανδύες, όπου επικρατούν τα φεμικά συστατικά, που περιβάλλουν τον πυρήνα, ο οποίος έχει λιώσει τελείως (η πιο παραδεκτή υπόθεση σήμερα για την κατάσταση του πυρήνα).
Μία πιο πρόσφατη θεωρία είναι αυτή των Β. Κουν και Α. Ρίτμαν (1941). Διαφέρει από τις προηγούμενες γιατί βασίζεται στα φυσικοχημικά δεδομένα που αποκλείουν κάθε πιθανή διαφοροποίηση της βαρύτητας. Κάτω από τον κρυσταλλικό φλοιό, πάχους 70-80 χλμ. –ο οποίος αποτελείται από sial και από μία συνεχή στρώση sima– εκτείνεται μία ζώνη μάγματος, με σύσταση ανάλογη προς τις λεγόμενες βασαλτικές λάβες. Σε βάθος γύρω στα 2.500 χλμ. αρχίζει ένας πυρήνας πρωταρχικής ηλιακής μάζας, αδιαφοροποίητης, που περιέχει περίπου 30% υδρογόνο και ήλιο. Ο γήινος μαγνητισμός, που στις προηγούμενες υποθέσεις φαινόταν ότι ενίσχυε την ύπαρξη ενός μεταλλικού πυρήνα nife, κατά τη θεωρία αυτή ίσως να οφείλει την προέλευσή του σε ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα.
Σε ό,τι αφορά τις άλλες υποθέσεις που αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ sial και sima και στη μηχανική ισορροπία μεταξύ τους, αυτές τις διαπραγματεύεται η θεωρία της ισοστασίας.
Οι υποθέσεις που αναπτύχθηκαν παραπάνω βρίσκουν μερική επιβεβαίωση στο ότι στο εσωτερικό της Γ. παρουσιάζονται τρεις επιφάνειες γεωσεισμικής ασυνέχειας σε διαφορετικά βάθη: η ασυνέχεια του Μοχορόβιτσιτς, σε βάθος 30-60 χλμ., η ασυνέχεια του Ρεπέτι στα 950 χλμ. και η ασυνέχεια Γκούτενμπεργκ στα 2.920 χλμ. Αντίστοιχα προς αυτές τις επιφάνειες ασυνέχειας, τα σεισμικά κύματα μεταβάλλουν ταχύτητα και υφίστανται φαινόμενα ανάκλασης και διάθλασης, που υποδεικνύουν σαφώς ότι η φυσικοχημική κατάσταση του εσωτερικού της Γ. μεταβάλλεται ακριβώς στα αντίστοιχα βάθη. Η ασυνέχεια Μοχορόβιτσιτς βρίσκεται σε διάφορα βάθη, τα μεγαλύτερα κάτω από τις οροσειρές, τα μικρότερα κάτω από τους ωκεανούς.
Ο όρος Mohole (που προέρχεται από συγχώνευση του ονόματος του Γιουγκοσλάβου γεωλόγου Μοχορόβιτσιτς και της αγγλικής λέξης hole, δηλαδή τρύπα) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1961 για να καταδειχτεί η τοποθέτηση αυτής της ασυνέχειας κάτω από τα μεγάλα βάθη των ωκεανών, όπου το πάχος του sial δεν υπερβαίνει τα 4 χλμ. Πρακτικά δηλαδή δεν υπάρχει εδώ στερεός φλοιός· γι’ αυτό, για τη διερεύνηση του εσωτερικού της Γ. ιδανική θα ήταν η εκτέλεση γεωτρήσεων στους πυθμένες των ωκεανών. Η δυσκολία όμως των γεωτρήσεων στους βαθείς πυθμένες οφείλεται κυρίως στην αδυναμία να έχουμε ένα πολύ σταθερό πλωτό μέσο εξερεύνησης, ικανό να αντισταθεί στις δυσμενείς συνθήκες των θαλασσών και ένα γεωτρύπανο μήκους τουλάχιστον 4 χλμ. ελαφρύ, ισχυρό, που να μην παραμορφώνεται. Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα παρουσιάζει το Cuss I. Πρόκειται για μία σχεδία μήκους 78 μ. και πλάτους 14 μ., που διαθέτει πύργο διάτρησης ύψους περίπου 30 μ. Στη σχεδία αυτή είναι τοποθετημένη μία ημιαυτόματη ηλεκτρονική συσκευή, που ρυθμίζει τέσσερις κινητήρες εκτός του πλοίου, ικανούς να επιβάλλουν κατά διαστήματα ωθήσεις κατά την αντίθετη κατεύθυνση προς τις εξωτερικές κινήσεις των κυμάτων, έτσι ώστε οι μετατοπίσεις του πλοίου να περιορίζονται ακόμα και στον ανοιχτό ωκεανό και να μην υπερβαίνουν μια ακτίνα 60 μ. Το γεωτρύπανο που κατασκευάστηκε γι’ αυτό τον σκοπό ζυγίζει συνολικά 67 τόνους και φέρει αιχμή από διαμάντι, ικανό να διατρήσει ακόμα και σκληρότατα πετρώματα. Έχει προχωρήσει 183 μ. κάτω από τον θαλάσσιο πυθμένα, κοντά στη νήσο Γουαδελούπη, σε ένα σημείο με θαλάσσιο βάθος 3.566 μ. Με τη διάτρηση αυτή αποδείχτηκε από την εξέταση του καρότου ότι τα πρώτα 171 μ. αποτελούνταν από μαλακά ιζήματα μιας σταχτοπράσινης λάσπης που περιείχε άφθονα κοχύλια, κελύφη και απολιθώματα, ηλικίας –τουλάχιστον για τα βαθιά στρώματα– άνω των 10-25 εκατ. ετών· κάτω από τα 171 μ. του ιζηματογενούς στρώματος, το γεωτρύπανο συνάντησε πρώτα ένα υπόμαυρο βασαλτικό πέτρωμα και ύστερα ένα λευκό, δολομιτικού τύπου.
Δομή του φλοιού της Γης σε σχέση με την εξωτερική μορφολογία: το γρανιτικό sial και το βασαλτικό sima, που διαχωρίζονται από την «ασυνέχεια Μοχορόβιτσιτς», βρίσκονται σε ισορροπία μεταξύ τους. Το sial παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του κάτω από τις οροσειρές, ενώ είναι πολύ περιορισμένο, συχνά ανύπαρκτο, κάτω από τον πυθμένα των ωκεανών.
Τομή της Γης που δείχνει την εσωτερική της σύσταση, σύμφωνα με μία από τις νεότερες θεωρίες (των Κουν και Ρίτμαν, 1941). Κατά τη θεωρία αυτή, ένα λεπτό στερεό στρώμα, ο φλοιός της Γης, που αποτελείται από sial και sima και φτάνει σε βάθος 70-80 χλμ., ακολουθείται από μία ζώνη με επικρατέστερα συστατικά τα πυριτικά φεμικά (σίδηρος), η οποία εμπλουτίζεται προοδευτικά, κατά το βάθος, σε σίδηρο· ο πυρήνας αποτελείται από πρωταρχική, αδιαφοροποίητη, ηλιακή μάζα.
Φωτογραφία του ουρανού η οποία έχει ληφθεί με μακρά έκθεση· η περιστροφή της Γης προκαλεί τη φαινομενική μετατόπιση των αστέρων επάνω σε κυκλικές γραμμές, των οποίων το κέντρο αποτελεί ο ουράνιος βόρειος πόλος (φωτ. Igda).
Φωτογραφία μιας περιοχής της Γης από ύψος 760 χλμ., την οποία τράβηξε ο αμερικανικός δορυφόρος «Τζέμινι 10». Η καμπυλότητα του ορίζοντα δείχνει ξεκάθαρα τη σφαιρικότητα της Γης (φωτ. Usis).
ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ
Οι κυριότερες υποθέσεις για την εσωτερική σύσταση της Γης: 1. του Suess - 1885 2. του Goldschmidt - 1922 3. του Washington - 1925 4. των Behrend και Berg - 1927 5. του Daly - 1933 6. των Kuhn και Rittman - 1941
Mε αυτήν παριστάνεται η έκταση των περιοχών της γήινης επιφάνειας που περιλαμβάνονται μεταξύ καθορισμένων ορίων ύψους και βάθους.
* * *(σύνδ.)ή*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γη αποτελεί άλλο τ. τού διαζευκτικού συνδέσμου ή και σχηματίστηκε από περιπτώσεις διαζεύξεως, όπως π. χ. «ή ομπρός ή οπίσω», «ή εγώ ή εσύ», τα οποία με συνίζηση μεταβλήθηκαν σε «j ομπρός j οπίσω», «j εγώ j εσύ», το ουρανικό j συνδυάστηκε εκ τών υστέρων με το διαζευκτικό ή και δημιουργήθηκαν οι νέοι τύποι γή -γή, πρβλ. «γή εσύ γή εγώ», «γή έλα γή όχι» κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.